ἀστυνομικά

ἀστυνομικά
ἀστυνομικός
of
neut nom/voc/acc pl
ἀστυνομικά̱ , ἀστυνομικός
of
fem nom/voc/acc dual
ἀστυνομικά̱ , ἀστυνομικός
of
fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σπευσίνιοι — Αστυνομικοί της αρχαίας Αθήνας. Ήταν δούλοι που κατάγονταν από διάφορες βαρβαρικές χώρες. Είχαν γενικά αστυνομικά καθήκοντα και κυρίως ήταν επιφορτισμένοι με το καθήκον της τήρησης της τάξης και της περιφρούρησης της απρόσκοπτης λειτουργίας των… …   Dictionary of Greek

  • Μαρής, Γιάννης — (Σκόπελος 1916 – 1980). Φιλολογικό ψευδώνυμο του δημοσιογράφου και συγγραφέα Γιάννη Τσιριμώκου. Καταγόταν από τη γνωστή οικογένεια των πολιτικών και λογοτεχνών Τσιριμώκου της Λαμίας. Σπούδασε στη Νομική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου… …   Dictionary of Greek

  • άσυλο — Στο νεότερο δίκαιο ά. ονομάζεται η προστασία που παρέχει το κράτος στους ξένους που εισέρχονται στα όρια του εδάφους του για να αποφύγουν τη δικαιοσύνη ή το πολιτικό καθεστώς της πατρίδας τους. Το δικαίωμα ενός κράτους να έχει ά. μέσα στο έδαφός… …   Dictionary of Greek

  • αγροφυλακή — Δημόσια υπηρεσία που είχε έργο της την τήρηση της αγροτικής ασφάλειας και καταργήθηκε το 1993. Πρώτος νόμος που αφορούσε θέματα α. ήταν το διάταγμα της 13 5 1835 «περί προξενουμένης εις τους αγρούς βλάβης εκ της βοσκής ζώων», ενώ από τους νόμους… …   Dictionary of Greek

  • αστυνομεύω — 1. εκτελώ αστυνομικά καθήκοντα 2. μτφ. κάνω τον αστυνόμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αστυνόμος. Η λ. μαρτυρείται το 1890 από τον Θεόδωρο Κολοκοτρώνη στην εφημερίδα Παλιγγενεσία] …   Dictionary of Greek

  • βήλον — Το παραπέτασμα που κλείνει την Ωραία Πύλη, στη χριστιανική εκκλησία. Η λέξη β. είναι βυζαντινή και προέρχεται από τη λατινική velum, που σημαίνει παραπέτασμα, αυλαία: τα β. της εκκλησίας, τα β. του θεάτρου. Έχει επίσης και την έννοια της σημαίας… …   Dictionary of Greek

  • δασονόμος — ο δασικός υπάλληλος ο οποίος ασκεί διοικητικά και αστυνομικά καθήκοντα σε κάποια περιφέρεια τού δασαρχείου. [ΕΤΥΜΟΛ. < δάσος + νομος < νέμω. Η λ. μαρτυρείται από το 1836 στους Ελληνικούς Κώδικες] …   Dictionary of Greek

  • κολλητίωνες — κολλητίωνες, οἱ (Α) στρατιώτες με αστυνομικά καθήκοντα …   Dictionary of Greek

  • κράτηση — (Νομ.). Μία από τις ποινές στέρησης της προσωπικής ελευθερίας, η διάρκεια της οποίας ορίζεται από τον ποινικό νόμο για τα πταίσματα και μπορεί να οριστεί από μία ημέρα έως έναν μήνα. Εκτελείται σε ιδιαίτερα τμήματα των φυλακών και, σε περίπτωση… …   Dictionary of Greek

  • μπουλούκμπασης — ο (Μ μπουλούκμπασης) (επί τουρκοκρατίας) α) μπουλουξής, διοικητής μονάδας γενιτσάρων β) κατώτερος Τούρκος αξιωματικός με αστυνομικά καθήκοντα. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. bolukbaşi] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”